κοινοτέρως

From LSJ

ὀδύνη λάζεται τὸν ἐγκέφαλον → pain seizes the brain, pain attacks the head

Source

Greek Monolingual

κοινοτέρως (Α)
επίρρ. γενικότερα, κανονικότερα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοινότερος, συγκρ. βαθμ. του κοινός.