ὀδύνη λάζεται τὸν ἐγκέφαλον → pain seizes the brain, pain attacks the head
κοινοτέρως (Α)επίρρ. γενικότερα, κανονικότερα.[ΕΤΥΜΟΛ. < κοινότερος, συγκρ. βαθμ. του κοινός.