κοκκολέκτης

English (LSJ)

κοκκολέκτου, ὁ, gatherer of grains (cf. κοκκολογέω), PLond.1821.225.

Greek Monolingual

κοκκολέκτης, ὁ (Α)
αυτός που συλλέγει τους κόκκους τών δημητριακών οι οποίοι απομένουν στη γη μετά τη συγκομιδή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόκκος + -λέκτης (< λέγω «συλλέγω»), πρβλ. επιλέκτης.