κολοκασία
ἀλώπηξ, αἰετοῦ ἅ τ' ἀναπιτναμένα ῥόμβον ἴσχει → a fox, which, by spreading itself out, wards off the eagle's swoop
German (Pape)
[Seite 1474] ἡ, auch κολοκάσιον, τό, die ägyptische Bohne, eine der Wasserlilie ähnliche Pflanze, mit großen rosenrothen Blumen, deren Früchte, Bohnen, wie selbst die Wurzeln u. Stengel als wohlschmeckende Speise galten; Ath. III, 72 b ff.; Galen. u. a. Sp. Aus ihren großen Blättern machte man Becher u. Trinkschaalen, κιβώρια, vgl. Voß zu Virgil. Eclog. 4, 20 p. 196.
Greek (Liddell-Scott)
κολοκᾱσία: ἡ, Διοσκ. 2. 128, Πλίν. 21. 51· ἢ κολοκάσιον, τό, Νίκανδρ. παρ’ Ἀθην. 72Β, Δίφιλ. Σίφν. αὐτόθι 73Α, Οὐεργιλ. Ε. 4. 20· ― ἡ ῥίζα τοῦ Αἰγυπτίου κυάμου, φυτοῦ ὡραίου ὁμοιάζοντος τῷ ἐνύδρῳ κρίνῳ, φυομένου δὲ ἐν τοῖς ἕλεσι τῆς Αἰγύπτου, arum colocasia Linn. Ἐθεωρεῖτο ὡς ἡδὺ ἔδεσμα· ἐκ δὲ τῶν μεγάλων αὐτοῦ φύλλων κατεσκευάζοντο ποτήρια (κιβώρια), Voss εἰς Οὐεργίλ. ἔνθ’ ἀνωτ. ― Τὸ ὄνομα τοῦτο ἐδίδετο προσέτι καὶ εἰς τὰ τρία εἴδη τοῦ Αἰγυπτίου λωτοῦ, ἴδε Πλίν. ἔνθ’ ἀνωτ., καὶ πρβλ. λωτὸς ΙΙΙ.