κομήτις

From LSJ

ἡδονὴ μὲν γὰρ ἁπάντων ἀλαζονίστατον → pleasure is the greatest of impostors, pleasure is the most shameless thing of all

Source

Greek Monolingual

κομῆτις, -ιδος, ἡ (Α)
(θηλ. του κομήτης) αυτή που έχει πολλά μαλλιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κομήτης, με σημ. «αυτός που έχει πολλά μαλλιά»].