κομήτις

From LSJ

ἀνήρ τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ προσκολληθήσεται → a man cleaves each to his fellow, each to one's fellow

Source

Greek Monolingual

κομῆτις, -ιδος, ἡ (Α)
(θηλ. του κομήτης) αυτή που έχει πολλά μαλλιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κομήτης, με σημ. «αυτός που έχει πολλά μαλλιά»].