κομῆτις

From LSJ

νᾶφε καὶ μέμνασο ἀπιστεῖν → keep a clear head and remember not to believe a thing (Epicharmus fr. 250)

Source

German (Pape)

[Seite 1477] ιδος, ἡ, fem. zum Vor.; κεφαλή Synes.

Greek (Liddell-Scott)

κομῆτις: -ιδος, ἡ, θηλ. τοῦ κομήτης, κ. κεφαλὴ Συνέσ. 71D.

Greek Monolingual

κομῆτις, -ιδος, ἡ (Α)
(θηλ. του κομήτης) αυτή που έχει πολλά μαλλιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κομήτης, με σημ. «αυτός που έχει πολλά μαλλιά»].