κονιώ

From LSJ

θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong → A peccatore sese numen segregat → Ein Gott steht denen, die da freveln, niemals bei

Menander, Monostichoi, 252

Greek Monolingual

(Α κονιῶ, -άω) κονία
επιχρίω με ασβέστη ή με άλλο υλικό (α. «τὰς ἐπάλξεις ἃς κονιῶμεν, καὶ τὰς ὁδοὺς ἐπισκευάζομεν», Δημοσθ.)·β. «τάφοις, κεκονιαμένοις», ΚΔ)
αρχ.
μτφ. κάνω κάτι διαφορετικό χρωματίζοντάς το.