κοντραπλακέ

From LSJ

γνοίης ὅσσον ὄνων κρέσσονες ἡμίονοι → you know how much better are donkeys from mules

Source

Greek Monolingual

το
λεπτό λείο σανίδι που αποτελείται από λεπτότερες ξύλινες επενδύσεις πιεσμένες και συγκολλημένες κατά στρώματα και τοποθετημένες με τρόπο ώστε οι ίνες τους να διασταυρώνονται. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. contreplaque].