σανίδι
From LSJ
ἑωλοκρασίαν τινά μου τῆς πονηρίας κατασκεδάσας → having discharged the stale dregs of his rascality over me
Greek Monolingual
το / σανίδιον, ΝΜΑ, και σανίδιν Μ σανίς, -ίδος]
νεοελλ.
1. η σανίδα
2. συνεκδ. η σκηνή του θεάτρου («βγήκε πολύ μικρή στο σανίδι»)
μσν.
συνεκδ. μικρό τραπέζι τεχνίτη από σανίδες, μικρός πάγκος από σανίδες
αρχ.
(με υποκορ. σημ.)
1. μικρός δίσκος ή μικρή σανίδα
2. μικρό κάθισμα
3. πίνακας για την καταγραφή επίσημων πράξεων
4. μικρή σχίζα.