κοπρολογώ

From LSJ

Ταμιεῖον ἀνθρώποισι σωφροσύνη μόνη → Magnum horreum est hominibus temperantia → Ihr Vorratsschatz ist Menschen Mäßigung allein

Menander, Monostichoi, 505

Greek Monolingual

(Α κοπρολογῶ, -έω) κοπρολόγος
νεοελλ.
χρησιμοποιώ αισχρές λέξεις και φράσεις, είμαι κοπρολόγος
αρχ.
μαζεύω κοπριά.