κοπρολογώ
From LSJ
Ταμιεῖον ἀνθρώποισι σωφροσύνη μόνη → Magnum horreum est hominibus temperantia → Ihr Vorratsschatz ist Menschen Mäßigung allein
Greek Monolingual
(Α κοπρολογῶ, -έω) κοπρολόγος
νεοελλ.
χρησιμοποιώ αισχρές λέξεις και φράσεις, είμαι κοπρολόγος
αρχ.
μαζεύω κοπριά.