Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κορδελάκι

From LSJ

Οὔτοι συνέχθειν, ἀλλὰ συμφιλεῖν ἔφυν → I was not born to hate, but to love.

Sophocles, Antigone, 523

Greek Monolingual

το
1. μικρή κορδέλα
2. φρ. «κάνει κορδελάκια» — κάνει καμώματα, κάνει νάζια ή χρησιμοποιεί υπεκφυγές.