κορτώ

From LSJ

ἀνάγκη τὸ κινοῦν ἀντικινεῖσθαι → what incites movement must suffer a counter-movement

Source

Greek Monolingual

κορτῶ, -έω (Α)
(κατά τον Ησύχ.) κροτώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κροτῶ με μετάθεση].