κορυβάντιος

From LSJ

ὅσα μὲν τῆς ἰδίας τρυφῆς εἵνεκα Μειδίας καὶ περιουσίας κτᾶται → all the wealth that Meidias retains for private luxury and superfluous display

Source

Greek Monolingual

κορυβάντιος, -ία, -ον (ΑM) Κορύβας
1. κορυβάντειος
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ κορυβάντιον
(κατά τον Θησ. Στεφ.) «περίθεμα κεφαλής ἐγκόσμιον, καλόν».