κορυβάντειος

From LSJ

ἐν μὲν γὰρ ταῖς ἐπιστολαῖς αὐτοῦ οὐδὲ μνήμην τῆς οἰκείας προσηγορίας ποιεῖται, ἢ πρεσβύτερον ἑαυτὸν ὀνομάζει, οὐδαμοῦ δὲ ἀπόστολον οὐδ' εὐαγγελιστήν (Eusebius, Demonstratio evangelica 3.5.88) → For in his epistles he doesn't even make mention of his own name — or simply calls himself the elder, but nowhere apostle or evangelist.

Source

French (Bailly abrégé)

α, ον :
de Corybante.
Étymologie: Κορύβαντες.

Greek Monolingual

κορυβάντειος, -εία, -ον, ουδ. και κορυβαντεῖον (Α) Κορύβας
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Κορύβαντες
2. (το ουδ. ως κύριο όν.) τὸ Κορυβαντεῖον
ο ναός τών Κορυβάντων («το τε Κορυβαντεῖον τὸ ἐν τῇ Ἁμαξιτίᾳ τῆς νῦν Ἀλεξανδρέων χώρας ἐγγὺς τοῦ Σμινθίου», Στράβ.).

Russian (Dvoretsky)

κορῠβάντειος: корибантский Anth.