κορυβάντειος

From LSJ

εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → a way of life disposed to silence is contemptible (Menander)

Source

French (Bailly abrégé)

α, ον :
de Corybante.
Étymologie: Κορύβαντες.

Greek Monolingual

κορυβάντειος, -εία, -ον, ουδ. και κορυβαντεῖον (Α) Κορύβας
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Κορύβαντες
2. (το ουδ. ως κύριο όν.) τὸ Κορυβαντεῖον
ο ναός τών Κορυβάντων («το τε Κορυβαντεῖον τὸ ἐν τῇ Ἁμαξιτίᾳ τῆς νῦν Ἀλεξανδρέων χώρας ἐγγὺς τοῦ Σμινθίου», Στράβ.).

Russian (Dvoretsky)

κορῠβάντειος: корибантский Anth.