κορυφιακός

From LSJ

τὴν ἐρημίαν τῶν κωλυσόντων ὁρῶνseeing that there would be none to hinder him

Source

Greek Monolingual

κορυφιακός, -ή, -όν (Μ) κορυφή
αυτός που ανήκει στην κορυφή ή στον κορυφαίο.