Θεὸν προτίμα, δεύτερον δὲ τοὺς γονεῖς → Post deum habeas parentes proximo loco → Vor allem ehre Gott, die Eltern gleich nach ihm
ο, θηλ. -ού (Μ κοσκινάς, θηλ. -ού) κόσκινον
αυτός που κατασκευάζει ή πουλάει κόσκινα
νεοελλ.
1. το θηλ. η κοσκινού
η σύζυγος του κοσκινά
2. παροιμ. «βάζει κι η κοσκινού τον άντρα της με τους πραματευτάδες» — λέγεται γι' αυτούς που κομπάζουν για ασήμαντο λόγο.