κοσμαίος

From LSJ

μὴ κακὸν εὖ ἔρξῃς· σπείρειν ἴσον ἔστ' ἐνὶ πόντῳ → do no good to a bad man; it is like sowing in the sea

Source

Greek Monolingual

-α, -ο κόσμος
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο σύνολο του κόσμου.