κοσμητέος

From LSJ

Γῆ πάντα τίκτει καὶ πάλιν κομίζεται → Tellus ut edit, ita resorbet omnia → Die Erde alles gebiert und wieder in sich birgt

Menander, Monostichoi, 89

Greek (Liddell-Scott)

κοσμητέος: ῥηματ. ἐπιθετ. τοῦ κοσμέω, ὃν δεῖ κοσμεῖν, Κλήμ. Ἀλ. σ. 226.