κουρίς

English (LSJ)

-ίδος, ἡ, (κουρά) in plural, μάχαιραι κουρίδες
A shears, Cratin.37.
II = κομμώτρια, title of plays by Antiphanes, Alexis, and Amphis, cf. Men.1024, Plb.15.25.32, POxy.1489.9 (iii A. D.): κούρισσα, EM528.4.
III κουρίς or κωρίς, Dor. for καρίς, Epich. 31, 89, Sophr.26.

French (Bailly abrégé)

ίδος (ἡ) :
ciseaux ou rasoir.
Étymologie: κουρά.

German (Pape)

ίδος, ἡ,
1 das Schermesser, die Schere zur Schafschur; B.A. 47; EM. 534.9.
2κομμώτρια, Sp., die EM. p. 528.4 auch κούρισσα heißt; Titel eines Stücks des Antiphan., s. Ath. III.120a; auch bei anderen com.
3 Bei Sophron = καρίς, Ath. III.106e; vgl. κωρίς.

Russian (Dvoretsky)

κουρίς: ίδος ἡ Men. = κουρεύτρια.

Greek (Liddell-Scott)

κουρίς: -ίδος, ἡ, (κουρὰ) ξυράφιον· ἐν τῷ πληθ., ψαλίς, Α. Β. 47, Ἐτυμ. Μέγ. 534. 9· μάχαιραι, κουρίδες, αἷς κείρομεν τὰ πρόβατα καὶ τοὺς ποιμένας Κρατῖν. ἐν «Διονυσαλεξάνδρῳ» 2. ΙΙ. = κομμώτρια, ὄνομα δραμάτων τῶν κωμικῶν Ἀντιφάνους, Ἀλέξιδος καὶ Ἄμφιδος, πρβλ. Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 442· ― κούρισσα, ἐν Ἐτυμ. Μεγ. 528. 4. ΙΙΙ. κουρίς, ἢ κωρίς, Δωρ. ἀντὶ τοῦ καρίς, Σώφρ. καὶ Ἐπίχ. παρ’ Ἀθην.· 106Ε.

Greek Monolingual

κουρίς, δωρ. τ. κωρίς, -ίδος, ἡ (Α) κουρά
1. ξυράφι
2. κομμώτρια
3. ως κύρ. όν. Κουρίς
τίτλος δραμάτων τών κωμικών Αντιφάνους, Αλέξιδος και Άμφιδος
4. δωρ. τ. του καρίς
5. φρ. «κουρίδες μάχαιραι» — τα ψαλίδια με τα οποία γίνεται το κούρεμα τών προβάτων.