ψαλίς

From LSJ

κοινὴ γὰρ ἡ τύχη καὶ τὸ μέλλον ἀόρατον → fortune is common to all, the future is unknown | fortune is common to all and the future unknown | fate is common to all and the future unknown

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ψᾰλίς Medium diacritics: ψαλίς Low diacritics: ψαλίς Capitals: ΨΑΛΙΣ
Transliteration A: psalís Transliteration B: psalis Transliteration C: psalis Beta Code: yali/s

English (LSJ)

ψαλίδος, ἡ,
A a pair of scissors, among the toilette articles of a lady, Ar.Fr.320.1, S.Fr.413 (nisi leg. ψέλια), PTeb.331.13 (ii A. D.); δρεπάνοισι καὶ οὐ ψαλίδεσσι καρῆναι AP11.368 (Jul.Antecessor).
b razor, expld. by μιᾷ μαχαίρᾳ (v. μάχαιρα), Poll.2.32, 10.140.
II sewer, drain, στενὴν δ' ἔδυμεν ψαλίδα S.Fr.367; vault, crypt, ψαλίδα προμήκη λίθων ποτίμων Pl.Lg.947d; barrel-vault, Supp.Epigr.2.582 (Ionia, iii/ii B. C.), Explor.Arch. de Délos 11.262, Ph.Bel.80.46 (pl.), Hero *Stereom.2.28; ἀνήγειρεν τὴν ψαλίδαν ταύτην Supp.Epigr.2.755 (Syria, ii A. D.); Gal. compares the fornix (ψαλιδοειδές) of the brain to a ψαλὶς οἰκοδομήματος σφαιροειδοῦς, 2.725; similarly the arch of the foot, UP 3.8; having keystones (ὀμφαλοί), Arist.Mu.399b30; and being curved (καμφθεῖσα), Str.17.1.42 (dub.), D.S.2.9; expld. by καμάρα and ἁψίς, Sch.Pl. l. c., Suid.; as entrance and exit of a theatre, LW1586 (Aphrodisias, written ψελίς).
III αἱ ψαλίδες τῶν στύλων prob. the rounded mouldings between the capital and the column, LXX Ex.27.10, ΙΙ; so perhaps ψαλλίδες in BGU1028.9 (ii A. D.).
2 pl., rings for the staves of the altar of incense, LXX Ex.30.4; iron bands for strengthening an engine, Ph.Bel.57.33.
IV = ταχεῖα κίνησις, Sch.Pl.Lg.947d.

German (Pape)

[Seite 1390] ψαλίδος, ἡ, 1) die Scheere, die bei den Alten nur in der Gestalt der Schaafscheere gebraucht zu sein scheint, also mehr abkniff als abschnitt; auch μία μάχαιρα, aus einem Stücke bestehend, Poll. 2, 32. 10, 140; bes. die der Bartscheerer, vgl. Jac. A. P. 205; ψαλίδεσσι καρῆναι Iulian. Antic. 2 (XI, 368). – 2) Gewölbe, Schwibbogen, sonst ἁψίς, vgl. Suid. u. Poll. 9, 49 mit Plat. Legg. XII, 947 d; Soph. fr. 336; bei Poll. 4, 49 eine gewölbte Wasserleitung; vgl. Hesych.; Galen. verbindet diese Bdtg mit der ersten, weil die Griffe der Scheeren nach unten gewälbt waren oder aus einem langgezogenen Ringe bestanden, wie bei uns. – Hesych. erklärt auch ταχεῖα κίνησις.

French (Bailly abrégé)

ίδος (ἡ) :
ciseaux.
Étymologie: DELG ψαλόν.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ψαλίς -ίδος, ἡ [~ ψάλιον] schaar. gewelfde gang, tunnel.

Russian (Dvoretsky)

ψᾰλίς: ίδος, Arst. v.l. ῖδος ἡ
1 ножницы (Arph.; ψαλίδεσσι καρῆναι Anth.);
2 кольцо или браслет Soph.;
3 свод, сводчатое строение (στενὴ ψ. Soph.; ψ. προμήκης Plat.): τὸ σχῆμα τῆς ψαλίδος Arst. сводчатая форма;
4 арка: ἡ καμφθεῖσα ψ. Diod. подпорная арка.

Greek Monolingual

η / ψαλίς, -ίδος, ΝΜΑ, και ψελίς και πιθ. τ. πληθ. ψαλλίδες και παλ. τ. σπαλίς, Α
νεοελλ.
1. (μεγεθ.) μεγάλο ψαλίδι κατάλληλο για την κοπή σκληρών υλικών
2. (για κλήμα και άλλα φυτά) έλικας
3. ιατρ. η τριχοκλασία
4. ζωολ. α) κοινή ονομασία της σκολόπενδρας
β) κοινή ονομασία τών δερματόπτερων εντόμων και κυρίως αυτών της οικογένειας forficulidae, που φέρουν από ένα ζεύγος σκληρών αιχμηρών λαβίδων στο πίσω άκρο της κοιλίας
5. φρ. α) «ψαλίδα του εγκεφάλου»
ανατ. τοξοειδής σχηματισμός λευκής ουσίας, κάτω από το μεσολόβιο και επάνω από την τρίτη κοιλία
β) «ψαλίδα τιμών»
(οικον.) η διαφορά και η αναντιστοιχία μεταξύ του ύψους τών τιμών δύο κατηγοριών συσχετιζόμενων αγαθών ή υπηρεσιών, όπως λ.χ. μεταξύ τών τιμών τών πρώτων υλών, αφ' ενός, και τών τιμών τών βιομηχανικών προϊόντων, αφ' ετέρου
μσν.
υποδοχή σύρτη θύρας
(μσν.- αρχ.) τόξο, αψίδα, καμάρα
αρχ.
1. (χωρίς μεγεθ. σημ.) ψαλίδι
2. (ιδίως) εργαλείο για την κόμμωση τών γυναικείων μαλλιών
3. ξυράφι
4. υπόνομος
5. είδος χαμηλού οικοδομήματος με τριγωνική στέγη κατασκευασμένη από πλάκες
6. η καμάρα του ποδιού
7. κυλινδρικός θόλος
8. (για άλογο) ψάλιον
9. είσοδος και έξοδος θεάτρου
10. (κατά τον Ησύχ.) «ταχεῖα κίνησις»
11. στον πληθ. αἱ ψαλίδες
α) μεταλλικοί ιμάντες κατάλληλοι για τη σύσφιγξη μηχανήματος
β) (στην ΠΔ) οι θήκες τών μοχλών που στηρίζουν το ιερό θυσιαστήριο
12. φρ. «ψαλίδες τών στύλων»
(στην ΠΔ) πιθ. οι σπειροειδείς και καμπύλες εξοχές τών κιόνων που βρίσκονται μεταξύ του κιονοκράνου και του κυρίως κίονα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το αρχ. ψαλ-ίς, -ίδος έχει σχηματιστεί από θ. ψαλ- (βλ. λ. ψαλόν) με επίθημα -ίς (πρβλ. λεπ-ίς, -ίδος) και εμφανίζει παρλλ. τ. με φωνηεντισμό -ε- (πρβλ. ψάλιον: ψέλιον) και τ. σπαλίς, που οφείλεται πιθ. σε διαλεκτική αντιμετάθεση τών συμφώνων του διπλού ψ- σε σπ-. Η λ. ψαλίς εντάσσεται σε μια ευρεία οικογένεια λ. (πρβλ. ψαλόν, ψάλιον, ψέλιον, σπαλίων), δηλωτική διαφόρων αντικειμένων στρογγυλού σχήματος. Βασική σημ. της λ. ψαλίς είναι «εργαλείο κοπής αποτελούμενο από έλασμα κεκαμμένο σε δύο βραχίονες, το ψαλίδι». Η λ., ωστόσο, χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει και διάφορα άλλα αντικείμενα ή κατασκευάσματα ειδικής χρήσεως και λειτουργικότητας, όπως «ξυράφι», «χαλινάρι», «αλυσίδα του χαλινού», «μεταλλικοί ιμάντες για τη σύσφιγξη μηχανημάτων», αλλά και «τόξο, αψίδα, κυλινδρικός θόλος», «σωλήνας αποχέτευσης», «υποδοχή σύρτη» κ.ά. Ο νεοελλ. τ. ψαλίδα, τέλος, με σημ. «μεγάλο ψαλίδι» είναι μεγεθ. του ψαλίδι με μεγεθυντική κατάλ. -α (πρβλ. κεφάλι: κεφάλα)].

Greek Monotonic

ψᾰλίς: -ίδος, ἡ,
I. ψαλίδι, Λατ. forfex, σε Ανθ.
II. κτίριο με μυτερή πέτρινη σκεπή, θόλος, Λατ. fornix, σε Σοφ. (άγν. προέλ.).

Greek (Liddell-Scott)

ψαλίς: τὸ μέχρι δέρματος τοῦτο ξύρισμα, ὅπερ ἐγίνετο ὡς τιμωρίαν τῶν μοιχῶν, ἐκαλεῖτο κῆπος. ΙΙ. ὄνομα πολυτίμου τινὸς λίθου, Ἀριστ. π. Θαυμασ. 173, Πλούτ. 2. 1154D.
ψᾰλίς: -ίδος, ἡ, «ψαλίδι», Λατ. forfex, ἐχρησίμευεν ὡς κομμμωτικὸν ἐργαλεῖον γυναικός, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 309, πρβλ. Σοφ. Ἀποσπ. 362· δρεπάνοισι καὶ οὐ ψαλίδεσσι καρῆναι Ἀνθολ. Παλατ. 11. 368 ἑρμηνεύεται διὰ τοῦ διπλῆ μάχαιρα Πολυδ. Β΄, 32 (ὅθεν ἐν Γ΄, 140, ὁ Ἑρρ. Στέφ. ἔγραψε διπλῆ ἀντὶ μία). ΙΙ. εἶδος οἰκοδομήματος χαμηλοῦ μετὰ ψαλιδοειδοῦς στέγης ἐκ πλακῶν, Λατ. fornix, στενὴν δ’ ἔδυμεν ψαλίδα Σοφ. Ἀποσπ. 336· ψαλίδα προμήκη λίθων Πλάτ. Νόμ. 947D· (διάφ. γραφ. ἁψῖδα)· ― πιθανῶς οὐχὶ τοξοειδὴς θόλος ἀλλ’ ὅμοιος τῷ ἐν Τίρυνθι οἰκοδομήματι οὗ εἰκὼν φέρεται ἐν τῷ Λεξ. Ἀρχαιοτ. Σμιθίου 125, ἴδε μετάφρ. Τσιβανοπούλου σ. 1010. 2) παρὰ μεταγεν. βεβαίως τοξοειδὴς καμάρα (ἡμικυλίνδριον τὸ σχῆμα ἔχουσα) Ἰω. Λυδ. περὶ Μην. 3. 33· ἔχουσα κεντρικοὺς λίθους ἢ κατακλεῖδας (ὀμφαλούς), Ἀριστ. π. Κόσμ. 6, 28· καὶ οὗσα καμπύλη (καμφθεῖσα), Στράβ. 813, Διόδ. 2. 9· ἑρμηνεύται διὰ τοῦ καμάρα καὶ ἁψίς, Σχόλ. Πλάτ. ἔνθ’ ἀνωτ., Σουΐδ. ΙΙΙ. παρὰ τοῖς Ἑβδ. (ἐν τῇ Ἐξόδ. ΚΖ΄, 10, 11) αἱ ψ. τῶν στύλων φαίνεται ὅτι εἶναι αἱ σπειροειδεῖς ἢ καμπύλαι ἐξοχαὶ αἱ μεταξὺ τοῦ κιονοκράνου καὶ τοῦ κίονος· ἴδε Ewald Antiqq. σελ. 323 (τῆς Ἀγγλ. μεταφρ.). IV. = ταχεῖα κίνησις, Σχόλ. εἰς Πλάτ. ἔνθ’ ἀνωτ..

Middle Liddell

ψᾰλίς, ίδος, ἡ,
I. a pair of scissors, Lat. forfex, Anth.
II. a building with a pointed stone roof, a vault, Lat. fornix, Soph. [Deriv. unknown.]

Frisk Etymology German

ψαλίς: -ίδος
{psalís}
Forms: (auch -ῖδος?)
Grammar: f.
Meaning: 1. ‘unterirdischer (gewölbter) Gang, Kanal, (unterirdisches) Gewölbe, Schwibbogen’ (S.Fr. 367, Pl. Lg. 947d, Arist., Ph. Bel., Hero, hell. u. sp. Inschr. usw.);
Composita: ψαλιδοειδής einem Gewölbe ähnlich (Ph. Bel., Gal.).
Derivative: Davon ψαλιδόομαι sich wölben (Bito) mit -ωτός gewölbt (D. H.), -ωμα n. Gewölbe (Str., Inschr. IIp). — 2. Schere (S.Fr. 413, Ar. Fr. 320,1, AP, Pap.IIp, Poll.); ψαλιδόστομος ‘scher- mäulig’, v. Krebs (Batr.). Davon Demin. ψαλίδιον n. (Pap.Vp), Verb ψαλίζω (ἀπο-, δια-) mit einer Schere schneiden, scheren (sp. Mediz., Babr.), ψαλίξαι· κεῖραι H., mit -ιστός. -ισμός m. (sp. Mediz.). Hierher noch mgr. ψαλίτης vermiculus, cuius cornua forficulae speciem referunt, s. Redard 85 m. Weiterem. — 3. ‘Ring od. ähnl. zum Stützen od. Verstärken’ (LXX, Ph. Bel.; auch BGU 1028, 9 [IIp]: ψαλλίδ[ων]?).
Etymology: In der 3. Bed. dürfte sich ψαλίς mit ψέλιον, wohl auch mit ψάλιον verbinden lassen; für die damit ebenso wie unter sich anscheinend unvereinbaren Bedd. Gewölbe und Schere ist noch keine Erklärung gefunden.
Page 2,1128

English (Woodhouse)

underground vault

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

-ίδος, ἡ (=τό ψαλίδι). Ἀπό τό ψάω (=τρίβω).

Translations

scissors

Abkhaz: амаркатыл; Afrikaans: skêr; Albanian: gërshërë; Aleut: nu-shu-shuk; Amharic: ሳረቶች; Arabic: مِقَصّ; Egyptian Arabic: مقص; Hijazi Arabic: مقص; Moroccan Arabic: مقص; Aramaic Assyrian Neo-Aramaic: ܩܵܪܘܿܛܵܐ; Armenian: մկրատ; Aromanian: foarficã, foarticã; Assamese: কেঁচি; Asturian: tixeres; Aymara: khuchuña; Azerbaijani: qayçı; Bashkir: ҡайсы; Basque: guraize; Bats: მაკარტა; Belarusian: нажні́цы, нажні́чкі; Bemba: sisasi; Bengali: কাঁচি; Biatah Bidayuh: gutin; Breton: sizailhoù, re sizailhoù; Brunei Malay: gunting; Bulgarian: ножица, ножици; Burmese: ကတ်ကြေး; Buryat: хайша; Catalan: tisores; Cebuano: gunting; Central Dusun: gunting; Chechen: тукар; Cherokee: ᏗᎳᏍᏙᏯᏗ; Chinese Cantonese: 鉸剪/铰剪; Dungan: җянзы; Eastern Min: 鉸刀/铰刀; Hakka: 剪刀, 鉸刀/铰刀; Hokkien: 鉸刀/铰刀; Mandarin: 剪刀, 剪子; Wu: 剪刀; Chuvash: хачӑ; Crimean Tatar: maqas; Czech: nůžky; Danish: saks; Dolgan: кыптый; Drung: cvte; Dupaningan Agta: garasib; Dutch: schaar; Elfdalian: saks; Erzya: васоньпеельть; Esperanto: tondilo; Estonian: käärid; Farefare: pasʋa; Faroese: saksur; Finnish: sakset; French: ciseaux; Friulian: fuarpis,; Fula: mekesje; Galician: tesoiras, tesoira, tallantas; Georgian: მაკრატელი; German: Schere; Greek: ψαλίδι; Ancient Greek: ψαλίς; Greenlandic: qiuutit; Guaraní: jetapa; Gujarati: કાતર; Haitian Creole: sizo; Hausa: almakashi; Hawaiian: ʻūpā; Hebrew: מִסְפָּרַיִם / מספריים du; Higaonon: gunting; Hindi: कैंची, क़ैंची; Hinukh: мокӏортӏи; Hungarian: olló; Icelandic: skæri; Ido: cizo; Igbo: mma-mkpa; Indonesian: gunting; Ingush: тукар; Irish: siosúr; Isan: กระไต, เซีย; Italian: forbici; Iu Mien: njiuv; Japanese: 鋏; Javanese: ꦒꦸꦤ꧀ꦠꦶꦁ; Kalmyk: хәәч; Kannada: ಕತ್ತರಿ; Kapampangan: gunting; Karachay-Balkar: kıptı; Kazakh: қайшы; Khmer: កន្ត្រៃ; Komi-Zyrian: шыран; Kongo: sizo, luziolo; Korean: 가위; Kurdish Central Kurdish: قەیچی, مەقەس; Northern Kurdish: meqes, cawbir; Kyrgyz: кайчы; Laboya: gutti; Lao: ມີດຕັດ, ມີດຕະໄກ; Latin: forfex, axicia; Latvian: šķēres, grieznes; Lezgi: мукӏратӏ; Limburgish: sjier; Lingala: makasi; Lithuanian: žirklės; Livonian: škērõd; Lombard: forbes, fòrbes; Luganda: makansi; Luxembourgish: Schéier; Macedonian: ножици; Malagasy: hety; Malay: gunting; Malayalam: കത്രിക; Maltese: mqass; Manchu: ᡥᠠᠰᠠᡥᠠ; Maori: kutikuti, katikati; Mari Eastern Mari: вашкӱзӧ; Mbyá Guaraní: jetapa; Middle English: sisours; Minangkabau: guntiang; Mingrelian: მარგატელი; Moksha: васоньпеельхть; Mongolian Cyrillic: хайч; Mongolian: ᠬᠠᠶ᠋ᠢᠴᠢ; Neapolitan: fròbbece; Nepali: कैँची; Ngazidja Comorian: mkasi; Nogai: канышы; Northern Sami: skárrit, skierat; Northern Sotho: sekero; Northern Norwegian Bokmål: saks; Nynorsk: saks; Nuosu: ꑐꄉ; Occitan: cisèls; Okinawan: 鋏; Old English: sċēar, sċēara; Ossetian: хӕсгард; Ottoman Turkish: مقص; Pacoh: tarcâuq, tacâuq; Persian Dari: قَیْچِی; Iranian Persian: قِیْچی; Piedmontese: tisòire; Plautdietsch: Schea; Polish: nożyce nvir, nożyczki nvir; Portuguese: tesoura; Pukapukan: pākoti; Punjabi: ਕੈਂਚੀ; Quechua: qhachuti, k'utuna; Rohingya: kesi; Romani: kat; Romanian: foarfece, foarfecă; Romansch: forsch, forbesch; Russian: ножницы; Sardinian: fóltighe, fórfiga, fórfighe; Scottish Gaelic: siosar; Serbo-Croatian Cyrillic: ма̀казе, шка̏ре, но̏жице; Roman: màkaze, škȁre, nȍžice; Shan: ၵိမ်း; Shona: chigero; Sicilian: fòrficia; Sinhalese: කතුර; Skolt Sami: ska´rri; Slovak: nožnice; Slovene: škarje; Somali: maqas; Sorbian Lower Sorbian: nožyce; Upper Sorbian: nožicy; Southern Altai: кайчы; Spanish: tijeras; Sranan Tongo: sesey, sisey; Sundanese: ᮌᮥᮔ᮪ᮒᮤᮀ; Swahili: mkasi, mikasi; Swedish: sax; Sylheti: ꠇꠦꠘ꠆ꠌꠤ; Tagalog: gunting; Tai Tajik: қайчӣ, миқроз; Tamil: கத்திரி, கத்தரிக்கோல்; Tarifit: timešraḍ; Tatar: кайчы; Telugu: కత్తెర; Tetum: kateri; Thai: กรรไกร; Tigrinya: መቐዝ; Tlingit: khaashaxáshaa; Tofa: һэйчы; Turkish: kıptı, sındı, makas; Turkmen: gaýçy; Tuvan: хачы; Ukrainian: ножиці; Urdu: قَین٘چی, کَین٘چی, قَیچی; Uyghur: قايچا; Uzbek: qaychi; Venetian: forfe; Veps: raudad; Vietnamese: kéo; Voro: kääriq; Waray-Waray: gunting; Welsh: siswrn; West Frisian: skjirre; Wolof: siso; Yakut: кыптыый, тимир кыптыыйа; Yiddish: שער; Zhuang: geuz, gauqcienj