κουροφθόρος

From LSJ

ἀνθρωπεία φύσις πολεμία τοῦ προὔχοντος → human nature is hostile to all that is eminent

Source

Greek Monolingual

κουροφθόρος, -ον (Μ)
αυτός που φθείρει τους νέους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοῦρος (Ι) + -φθόρος (< φθείρω), πρβλ. ανδροφθόρος, ψυχοφθόρος.