κουτσόφτερος

From LSJ

Ἔστιν τὸ τολμᾶν, ὦ φίλ', ἀνδρὸς οὐ σοφοῦ → Amice, non sapientis es res temeritasLeichtsinn, mein Freund, passt nicht zu einem weisen Mann

Menander, Monostichoi, 175

Greek Monolingual

-η, -ο
αυτός που έχει κομμένα ή μαδημένα φτερά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κουτσο- + -φτερος (< φτερό), πρβλ. γοργόφτερος, χρυσόφτερος].