κουτσόφτερος
From LSJ
Καὶ τῶν λεγόντων εὖ καλὸν τὸ μανθάνειν → It is a fine thing to learn from those who speak well
Greek Monolingual
-η, -ο
αυτός που έχει κομμένα ή μαδημένα φτερά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κουτσο- + -φτερος (< φτερό), πρβλ. γοργόφτερος, χρυσόφτερος].