κρασόνερο

From LSJ

μὴ πόνει, ὦ Ξάνθια, ἀλλὰ ἔλθε δεῦρο → Don't keep suffering, Xanthias, but come here.

Source

Greek Monolingual

και κρασονέρι, το
κρασί στο οποίο έχει προστεθεί νερό, νερωμένο κρασί.