κραταίωμα
From LSJ
πολλὰ γάρ σε θεσπἰζονθ' ὁρῶ κοὐ ψευδόφημα (Sophocles' Oedipus Coloneus 1516f.) → For I see in you much prophecy, and nothing false
English (LSJ)
-ατος, τό, strength, LXX Ps.42(43).2.
Greek (Liddell-Scott)
κρᾰταίωμα: τό, ἰσχύς, Ἑβδ. (Ψαλμ. ΜΒ΄, 2), Ἐκκλ.
Greek Monolingual
κραταίωμα, τὸ (AM κραταιώ
ενδυνάμωση, ενίσχυση, στήριγμα, δύναμη («σὺ εἶ ὁ θεὸς κραταίωμά μου», ΠΔ).
German (Pape)
τό, das Befestigte, die Festigkeit, LXX, K.S.