κριθιώ

From LSJ

Οὐ δεῖ σε χαίρειν τοῖς δεδυστυχηκόσι → Nicht freut man über den sich, der im Unglück ist → Kein Mensch legt Hand an den an, der im Unglück ist

Menander, Monostichoi, 431

Greek Monolingual

κριθιῶ, -άω (Α)
1. (για ίππο) πάσχω από κριθίαση
2. τρώγω πολύ κριθάρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κριθή + κατάλ. -ιῶ /-άω δηλωτική ρημάτων ασθένειας (πρβλ. ιλιγγιώ, σεληνιώ)].