πῶς δ' οὐκ ἀρίστη; τίς δ' ἐναντιώσεται; τί χρὴ γενέσθαι τὴν ὑπερβεβλημένην γυναῖκα; (Euripides' Alcestis 152-54) → How is she not noblest? Who will deny it? What must a woman have become to surpass her?
και κρινοδάκτυλος, -η, -ο
αυτός που έχει μακριά, λεπτά και άσπρα δάκτυλα («κρινοδάχτυλες παρθένες οπού κάνουνε χορό», Σολωμ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρίνο + δάχτυλο. Η λ. μαρτυρείται από το 1823 στον Διονύσιο Σολωμό].