κρινοδάχτυλος

From LSJ

τοὐλεύθερον γὰρ ὄνομα παντὸς ἄξιον → the titlefree' is worth everything

Source

Greek Monolingual

και κρινοδάκτυλος, -η, -ο
αυτός που έχει μακριά, λεπτά και άσπρα δάκτυλα («κρινοδάχτυλες παρθένες οπού κάνουνε χορό», Σολωμ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρίνο + δάχτυλο. Η λ. μαρτυρείται από το 1823 στον Διονύσιο Σολωμό].