κρυφοκαίω

From LSJ

τὸ κατὰ τὴν τῆς αὑτοῦ ψυχῆς ἐπίταξιν τὰ γιγνόμενα γίγνεσθαι, μάλιστα μὲν ἅπαντα, εἰ δὲ μή, τά γε ἀνθρώπινα → the desire that, if possible, everything,—or failing that, all that is humanly possible—should happen in accordance with the demands of one's own heart

Source

Greek Monolingual

1. καίω κάτι κρυφά
2. (αμτβ.) καίγομαι χωρίς φλόγα
3. ταλαιπωρούμαι χωρίς να το δείχνω, βασανίζομαι ενδόμυχα.