φλόγα

From LSJ

ἔστιν δέ που ἡ μὲν ἐπὶ σώμασι γυμναστική, ἡ δ' ἐπὶ ψυχῇ μουσική → I think I am right in saying that we have physical exercise for the body and the arts for the soul

Source

Greek Monolingual

η / φλόξ, φλογός, ΝΜΑ, και ως επιστημον. όρος φλοξ Ν
1. αεριώδης γλώσσα φωτιάς που παράγει φως και θερμότητα
2. μτφ. ζέση, ζωηρό πάθος, έξαψη (α. «η φλόγα της αγάπης» β. «κρύβει μέσα του τόση φλόγα που είμαι σίγουρος ότι θα πραγματοποιήσει τα όνειρά του» γ. «ἠνύσατ' ἐκτοπίαν φλόγα πήματος», Σοφ.)
νεοελλ.
1. φυσ.-χημ. μάζα αερίου, συνήθως μίγματος καυσίμου και αέρα, που αντιδρά, δηλαδή καίγεται, με πολύ μεγάλη ταχύτητα αποδίδοντας θεμότητα και, συνήθως, φωτεινή ακτινοβολία
2. (και στους δύο τ.) γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια πολεμονίδες της τάξης πολεμονιώδη, με 65 είδη, πολλά από τα οποία καλλιεργούνται ως καλλωπιστικά
3. συνεκδ. ερυθρότητα, κοκκινάδα
4. (κατ' επέκτ.) το φως του κεριού («σβήσε τη φλόγα»)
5. φρ. α) «παραδίνω στις φλόγες»
μτφ. καίω, πυρπολώ
β) «αναγωγική φλόγα»
χημ. η φλόγα που σχηματίζεται με περίσσεια καυσίμου, λ.χ. σε έναν καυστήρα, και είναι ικανή να ευνοήσει μια χημική αναγωγή, όπως λ.χ. την απόσπαση οξυγόνου από ένα οξείδιο μετάλλου
αρχ.
1. έντονη ηλιακή θερμότητα
2. φωτιά
3. λάμψη την οποία εκπέμπει μια στίλβουσα επιφάνεια, όπως λ.χ. ένας πολύτιμος λίθος ή ένα ξίφος
4. πυρετός
5. (για το κρασί) θερμαντική ιδιότητα
6. είδος φυτού, πιθ. είδος βιολέτας
7. στον πληθ. αἱ φλόγες
τα μετέωρα
8. μτφ. (στην ποίηση) ορμητικός πολεμιστής («οἱ δ' ὡς Ἰδομενῆα ἵδον φλογὶ εἴκελον ἀλκήν», Ομ.ίλ.)
9. φρ. α) «φλὸξ κεραυνία» — ο κεραυνός (Αισχύλ.)
β) «φλὸξ οὐρανία» — αστραπή, αστροπελέκι (Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ριζικό όν. σχηματισμένο από την ετεροιωμένη βαθμίδα φλογ- του ρ. φλέγω (πρβλ. κρόκα, αιτ. εν. ενός κροξ < κρέκω, βλ. κρόκη, ὄψ [Ι]: ἔπος, εἰπεῖν)].