κυβοστός

From LSJ

πάντες ἄνθρωποι τοῦ εἰδέναι ὀρέγονται φύσει → all men naturally desire knowledge

Source

German (Pape)

[Seite 1523] kubisch, Diophant.

Greek Monolingual

κυβοστός, -ή, -όν (Α) κύβος
το ουδ. ως ουσ. τὸ κυβοστόν
το κλάσμα ενός κυβικού αριθμού, δηλαδή 1/χ3.