κυττάζω

From LSJ

γυναιξὶ πάσαις κόσμον ἡ σιγὴ φέρει → silence for all women is an ornament (Menander)

Source

Greek Monolingual

παλαιότερη γρφ. του κοιτάζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. κοιτάζω.