κωδίκελλος

From LSJ

Ἔλπιζε τιμῶν τοὺς θεοὺς πράξειν καλῶς → Spera felicitatem, si deos colas → Erhoffe Wohlergeh'n, wenn du die Götter ehrst

Menander, Monostichoi, 142

Greek Monolingual

ο (AM κωδίκελλος, Α και κωδίκιλλος)
διάταξη τελευταίας βούλησης του διαθέτη, η οποία συμπληρώνει ή τροποποιεί τη διαθήκη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. codic-illus, υποκορ. του codex «δέλτος»].