κωμῳδογέλως

From LSJ

κραδία δὲ φόβῳ φρένα λακτίζει → my heart knocks at my ribs

Source

Russian (Dvoretsky)

κωμῳδογέλως: ωτος ὁ комический актер, комик Anth.

Middle Liddell

κωμῳδό-γελως, ωτος, = κωμῳδός, Anth.]