κόκκαλος

English (LSJ)

ὁ, kernel of the στρόβιλος, Hp.Acut.(Sp.) 30, 34; = κῶνος, Gal.15.848, cf. 12.55; coupled with ὀστρακίς, Ath.3.126a; = Κνίδιος κόκκος, Dsc. ap. Gal.19.113.

German (Pape)

[Seite 1471] ὁ, Kern der στρόβιλος, Pinienkern, vgl. Lob. zu Phryn. 397 u. Ath. II, 57 b III, 126 a.

Greek (Liddell-Scott)

κόκκᾰλος: ὁ, ὁ πυρὴν τοῦ τῆς πίτυος, στροβύλου (nux pinea), Ἱππ. 401. 46., 402. 37· ὃν ὁ Γαληνὸς ἐν 11. 158 καλεῖ κῶνον, ― πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 397.

Greek Monolingual

κόκκαλος, ὁ (AM)
βλ. κόκαλος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κόκκαλος -ου, ὁ [κόκκος] pijnboompit.