ὀστρακίς
ἀλλ᾽ ἀμφὶ τοῖς σφαλεῖσι μὴ 'ξ ἑκουσίας ὀργὴ πέπειρα → to those who err in judgment, not in will, anger is gentle | men's wrath is softened toward those who have erred unwittingly
English (LSJ)
-ίδος, ἡ,
A pine-cone or pine-seed, Mnesith. ap. Ath.2.57b, cf.Ath.3.126a.
II ἀγαλμάτιόν τι Ἀφροδίτης, Hsch.
German (Pape)
[Seite 400] ίδος, ἡ, dim. von ὄστρακον. – So heißen besonders die holzigen Schuppen, welche den Pinienkern bedecken, Mnesith. bei Ath. II, 57 b.
Greek (Liddell-Scott)
ὀστρᾰκίς: -ίδος, ἡ, ὑποκορ. τοῦ ὄστρακον· ― τὸ φολιδωτὸν περίβλημα τοῦ κώνου τῆς πίτυος, Μνησίθ. παρ’ Ἀθην. 57Β. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «ὀστρακίς· ἀγαλμάτιόν τι Ἀφροδίτης».
Greek Monolingual
ὀστρακίς, -ίδος, ἡ (Α)
1. το φολιδωτό περίβλημα του κώνου του πεύκου, του κουκουναριού
2. (κατά τον Ησύχ.) «ἀγαλμάτιόν τι Αφροδίτης».
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄστρακον + επίθημα -ίς (πρβλ. χελωνίς)].