κόρζα

From LSJ

Ῥύου δὲ σαυτὸν παντὸς ἐκ φαύλου τρόπου → Ex omni more malefico tete eruas → Bewahre dich vor jeder üblen Lebensart

Menander, Monostichoi, 473

Greek Monolingual

κόρζα και κορζία, ἡ (Α)
(κυπρ. τ.) βλ. καρδιά.