κύρειος

From LSJ

Πᾶσα γυνὴ χόλος ἐστὶν· ἔχει δ' ἀγαθὰς δύο ὥρας, τὴν μίαν ἐν θαλάμῳ, τὴν μίαν ἐν θανάτῳ → Every woman is an annoyance. She has two good times: one in the bedroom, one in death.

Source

Greek Monolingual

κύρειος, -εία, -ον (Α) Κύρος
αυτός που ανήκει στον Κύρο ή έχει σχέση με τον Κύρο («εἰσπίπτει εἰς τὸ Κύρειον στρατόπεδον», Ξεν.).