κύρης

From LSJ

ἔργοισι χρηστός, οὐ λόγοις ἔφυν μόνον → a friend in deeds, and not in words alone

Source

Greek Monolingual

ο (Μ κύρης και κῡρις και κύρος και κυρός)
1. κύριος, αφέντης
2. πατέρας
3. φρ. (επί φραγκοκρατίας) «Μέγας Κύρης» — τίτλος του άρχοντα τών Αθηνών
νεοελλ.
παροιμ. «κατά μάννα, κατά κύρη, κατά γιο και θυγατέρα» ή «κατά μάννα, κατά κύρη κάνουν και παιδιά Ζαφείρη» — τα παιδιά μοιάζουν ως προς τον χαρακτήρα στους γονείς τους
μσν.
1. κυρίαρχος, εξουσιαστής
2. κάτοχος, ιδιοκτήτης
3. αγαπημένος
4. κυβερνήτης πλοίου
5. ως τιμητική προσηγορία ή προσφώνηση αυτοκρατόρων, εκκλησιαστικών ή κοσμικών αρχόντων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. κύριος.