λαβρούμαι

From LSJ

θεοὶ μὲν γὰρ μελλόντων, ἄνθρωποι δὲ γιγνομένων, σοφοὶ δὲ προσιόντων αἰσθάνονται → because gods perceive future things, men what is happening now, but wise men perceive approaching things

Source

Greek Monolingual

λαβροῦμαι, -όομαι (Α) λάβρος
ορμώ βίαια, ρέω ορμητικά («χεῡμα... λαβρωθὲν σκότῳ», Λυκόφρ.).