ἄφες ἡμῖν τὰ ὀφειλήματα ἡμῶν → forgive us our trespasses
λαβροῦμαι, -όομαι (Α) λάβροςορμώ βίαια, ρέω ορμητικά («χεῡμα... λαβρωθὲν σκότῳ», Λυκόφρ.).