λαγουδέρα

From LSJ

Σέβου τὸ θεῖον μὴ ‘ξετάζων, πῶς ἔχει → Venerare numen: quid sit, noli quaerere → Die Gottheit ehre ohne Prüfung ihres Tuns

Menander, Monostichoi, 474

Greek Monolingual

η
1. ναυτ. σιδερένια ή ξύλινη ράβδος με τη βοήθεια της οποίας στρέφεται το πηδάλιο μιας βάρκας ή ενός άλλου μικρού σκάφους, αλλ. δοιάκι
2. ραβδί που χρησιμοποιείται για το κυνήγι τών λαγών, αλλ. λαγούσα και λαγωβόλο.