λαγούσα

From LSJ

ἐπὶ τὰ χείρω καὶ ἐπὶ τὰ βελτίω → for worse or for better, for better or for worse

Source

Greek Monolingual

η
ραβδί που χρησιμοποιείται για το κυνήγι λαγών, λαγουδέρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λαγός + κατάλ. -ούσα].