λαδάκονο

From LSJ

ἀλλὰ ῥῦσαι ἡμᾶς ἀπὸ τοῦ πονηροῦ → but deliver us from evil

Source

Greek Monolingual

το
ακόνι που αλείφεται με λάδι όταν χρησιμοποιείται, η ελαιακόνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λάδι + ακόνι].