λαδικό

From LSJ

ἀλλὰ ῥῦσαι ἡμᾶς ἀπὸ τοῦ πονηροῦ → but deliver us from evil

Source

Greek Monolingual

το λάδι
1. λαδερό
2. μτφ. φλύαρη και κακόγλωσση γυναίκα.