Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

λαμιώδη

From LSJ

Οὐκ ἔστι πενίας οὐδὲ ἓν μεῖζον κακόν → Non ullum paupertate maius est malum → Als Armut gibt es keine größre Schlechtigkeit

Menander, Monostichoi, 436

Greek Monolingual

τα
βοτ. τάξη αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. lamiaceae < αγγλ. lamium (< λατ. lamium < λάμια) + κατάλ. -acae].