λαμπικάρισμα
From LSJ
λογισάμενος ὅτι καὶ ἐκ νεκρῶν ἐγεῖραι δυνατὸς ὁ Θεός → in the belief that God was able to raise him up from the dead
Greek Monolingual
το λαμπικαρίζω
1. απόσταξη, διΰλιση
2. διαυγασμός, τέλειος καθαρισμός.
λογισάμενος ὅτι καὶ ἐκ νεκρῶν ἐγεῖραι δυνατὸς ὁ Θεός → in the belief that God was able to raise him up from the dead
το λαμπικαρίζω
1. απόσταξη, διΰλιση
2. διαυγασμός, τέλειος καθαρισμός.