λαμπυρίδες
From LSJ
κακῶν ἀπέστω θάνατος, ὡς ἴδῃ κακά → of all evils let only death be absent, so he may see evils
Greek Monolingual
οι
ζωολ. οικογένεια κολεόπτερων νυκτόβιων φωτογόνων εντόμων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. lampyridae < lampyris (< λατ. lampyris < λάμπω) + κατάλ. -idae].