Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

λανάρα

From LSJ

Ὅτ' εὐτυχεῖς, μάλιστα μὴ φρόνει μέγα → Minus insolesce, quo magis res prosperae → Wenn du im Glück bist, brüste dich am wenigsten

Menander, Monostichoi, 432

Greek Monolingual

η
1. το λανάρι
2. η λαναριστική μηχανή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του λανάρι, κατά τα μεγεθ. σε -άρα].