Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

λανάρι

From LSJ

Οὐδεὶς ἀνίας χρήματα δοὺς ἐπαύσατο → Nullum e maerore exemit data pecunia → Mit Geld hat keiner noch beendet eine Qual

Menander, Monostichoi, 439

Greek Monolingual

το (Μ λανάρι)
εργαλείο με το οποίο ξαίνεται και καθαρίζεται το μαλλί πριν από το κλώσιμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. λανάριον, ουδ. του επιθ. λανάριος < λατ. lanarius «εριουργός» < λατ. lana, -ae «έριον, μαλλί»].