λαρυγγοτομώ

From LSJ

διὰ τί αἱ μεγάλαι ὑπερβολαὶ νοσώδεις → why are great excesses disease-producing

Source

Greek Monolingual

λαρυγγοτομῶ, -έω (Α)
κόβω τον λάρυγγα κάποιου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λάρυγξ, -υγγος + -τομῶ (< -τόμος < τέμνω)].