λασπόχτιστος

From LSJ

παιδείαν δὲ πᾶσαν, μακάριε, φεῦγε τἀκάτιον ἀράμενοςflee all education, raising up the top sail

Source

Greek Monolingual

-η, -ο
(για κτίσμα) κτισμένος με λίθους ή πλίνθους οι οποίοι έχουν συγκολληθεί με τεχνητή λάσπη.