λαχανάς
From LSJ
τεκμαιρόμενοι προκατηγορίας οὐ προγεγενημένης → deducing from the fact that there was no previous accusation
Greek Monolingual
ο (Α λαχανᾱς, -ᾱ) λάχανον
αυτός που πουλά λάχανα, λαχανοπώλης
νεοελλ.
λωποδύτης.
τεκμαιρόμενοι προκατηγορίας οὐ προγεγενημένης → deducing from the fact that there was no previous accusation
ο (Α λαχανᾱς, -ᾱ) λάχανον
αυτός που πουλά λάχανα, λαχανοπώλης
νεοελλ.
λωποδύτης.