λαχανοκομία
Greek Monolingual
η λαχανοκόμος
1. κλάδος της γεωργίας που ασχολείται με την καλλιέργεια τών λαχανικών
2. η εργασία του λαχανοκόμου.
η λαχανοκόμος
1. κλάδος της γεωργίας που ασχολείται με την καλλιέργεια τών λαχανικών
2. η εργασία του λαχανοκόμου.